- ἐξουσιαστικῇ
- ἐξουσιαστικόςauthoritativefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξουσιαστική — ἐξουσιαστικός authoritative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
αζαλίκι — το 1. το αξίωμα τού αζά 2. αυταρχική εξουσία, εξουσιαστική διάθεση, σατραπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. azalik] … Dictionary of Greek
διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά … Dictionary of Greek
εξουσιαστικός — ή, ό (AM ἐξουσιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία («εξουσιαστική, δεσποτική συμπεριφορά», «εξουσιαστικός λόγος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ισχύ, ο έγκυρος 2. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία ή ανήκει στην κυριότητα… … Dictionary of Greek
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek
δημόσια διοίκηση — Όρος που αφορά το σύνολο των δημοσίων υπηρεσιών καθώς και τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τον τρόπο λειτουργίας τους. Παράλληλα, με τον όρο δ.δ. χαρακτηρίζεται και η κρατική εξουσία που ασκείται από τις… … Dictionary of Greek